φάριο

φάριο
το / φάριον, ΝΑ [φᾱρος]
νεοελλ.
(για ευζώνους) φέσι
αρχ.
μάλλινος κεφαλόδεσμος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Фареон — Офицер (в центре) и рядовые эвзоны Фареон (греч …   Википедия

  • φέσι — Ψηλό, κυλινδρικό και συνήθως κόκκινο κάλυμμα του κεφαλιού. Η χρησιμοποίησή του καθιερώθηκε για πρώτη φορά στους Τούρκους από τον σουλτάνο Ορχάν (1328–30) και διήρκησε έως το 1925, οπότε καταργήθηκε από τον Κεμάλ Ατατούρκ. Οι Τούρκοι το θεωρούσαν… …   Dictionary of Greek

  • Ατιντάνες ή Ατιντάνιοι — Αρχαίος λαός της Ηπείρου, κάτοικοι της Ατιντανίας χώρας, που βρισκόταν στα σύνορα της Ηπείρου και της Ιλλυρίας ανάμεσα στον Αώο ποταμό και τα βουνά της δυτικής Μακεδονίας. Πρώτη αναφορά τους γίνεται στον Πελοποννησιακό πόλεμο, όταν πολέμησαν ως… …   Dictionary of Greek

  • Μεσσηνία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή και νομός (2.991 τ. χλμ., 176.876 κάτ.) της νοτιοδυτικής Πελοποννήσου, που υπάγεται στην περιφέρεια Πελοποννήσου. Συνορεύει Β με τον νομό Ηλείας, Α με τους νομούς Αρκαδίας και Λακωνίας, ενώ στα Δ, στα Ν και κατά ένα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”